- μελίγκρα
- ηείδος μικρού φυτοφάγου εντόμου, η φυτόψειρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελίγκρα — Βλ. λ. αφίς. * * * και μελίγρα, η ζωολ. κοινή ονομασία τών αφιδών, μικροσκοπικών φυτοφάγων εντόμων που προσβάλλουν κατά την άνοιξη τα φυτά απομυζώντας τους χυμούς ή το πλάσμα τών κυττάρων και επιφέρουν την πλήρη αποξήρανση ολόκληρων οργάνων … Dictionary of Greek
μελίγρα — η βλ. μελίγκρα … Dictionary of Greek